- εκσκωρίαση
- [-ις (-εως)] η очищение от ржавчины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκσκωρίαση — Επεξεργασία που πραγματοποιείται με χημικά μέσα στην επιφάνεια ενός σιδηρούχου μετάλλου για να απομακρυνθεί στρώμα από οξείδια και σκουριές. Η ε. μπορεί να γίνει εν ψυχρώ ή εν θερμώ (45° 50°C) και με επεξεργασία της επιφάνειας των μετάλλων με… … Dictionary of Greek